- ανάδοχος
- Εκείνος που αποδέχεται μια υποχρέωση, ο εγγυητής. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να αναδεχτεί ξένη οφειλή: είτε ως συνοφειλέτης ή εγγυητής στον αρχικό οφειλέτη είτε αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις του οφειλέτη.
Α. λέγεται και κάθε χριστιανός, άντρας ή γυναίκα, που βαφτίζει κάποιο βρέφος. Ο θεσμός χρονολογείται από τον 2o αι. μ.Χ. Αρχαιότερα, το δικαίωμα της βάπτισης είχαν και οι γονείς, αλλά αργότερα απαγορεύτηκε. Αποκλείονται ως α. όσοι δεν είναι χριστιανοί, οι αιρετικοί, όσοι αφορίστηκαν από την εκκλησία, οι μοναχοί και γενικά οι κληρικοί. Ο α. λέγεται και νονός.
* * *ο (Μ ἀνάδοχος, Α ἀνάδοχος, -ον) [ἀναδέχομαι]μσν.- νεοελλ.αυτός που δέχεται στην αγκαλιά του το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, ο νονόςαρχ.-νεοελλ. εγγυητήςνεοελλ.αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση κάποιου έργουαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνάδοχονεγγύηση, ασφάλεια.
Dictionary of Greek. 2013.