ανάδοχος

ανάδοχος
Εκείνος που αποδέχεται μια υποχρέωση, ο εγγυητής. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να αναδεχτεί ξένη οφειλή: είτε ως συνοφειλέτης ή εγγυητής στον αρχικό οφειλέτη είτε αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις του οφειλέτη. Α. λέγεται και κάθε χριστιανός, άντρας ή γυναίκα, που βαφτίζει κάποιο βρέφος. Ο θεσμός χρονολογείται από τον 2o αι. μ.Χ. Αρχαιότερα, το δικαίωμα της βάπτισης είχαν και οι γονείς, αλλά αργότερα απαγορεύτηκε. Αποκλείονται ως α. όσοι δεν είναι χριστιανοί, οι αιρετικοί, όσοι αφορίστηκαν από την εκκλησία, οι μοναχοί και γενικά οι κληρικοί. Ο α. λέγεται και νονός.
* * *
ο (Μ ἀνάδοχος, Α ἀνάδοχος, -ον) [ἀναδέχομαι]
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δέχεται στην αγκαλιά του το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, ο νονός
αρχ.-νεοελλ. εγγυητής
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση κάποιου έργου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνάδοχον
εγγύηση, ασφάλεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάδοχος — taking upon oneself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάδοχος — ο 1. αυτός που αναλαμβάνει κάποια υποχρέωση: Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το έργο έτοιμο σ ένα χρόνο. 2. ο νονός: Ήταν ανάδοχος του παιδιού κι ήθελε να του παρασταθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάδοχον — ἀνάδοχος taking upon oneself masc/fem acc sg ἀνάδοχος taking upon oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδόχοις — ἀνάδοχος taking upon oneself masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδόχου — ἀνάδοχος taking upon oneself masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδόχους — ἀνάδοχος taking upon oneself masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδόχων — ἀνάδοχος taking upon oneself masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδόχῳ — ἀνάδοχος taking upon oneself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάδοχοι — ἀνάδοχος taking upon oneself masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SPONSOR — cognomen Iovis, qui a Tarquinio Superbo consecratus, cuique templum conditum est, quod postea Sp. Posthumius Consul anno Urb. Cond. 288. dedicavit. Sic enim Dionys. l. 9. In urbe aedem Iovis Fidei Sponsoris Sp. Psthumius Consul alter Nonis Iuniis …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”